νουμμουλίτης

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Greek Monolingual

ο
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος τρηματοφόρων που ανήκει στην οικογένεια nummulidae και που έζησε από το παλαιόκαινο ώς το ηώκαινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nummulite < νεολατ. Nummulites < λατ. nummulus, υποκορ. του nummus «νόμισμα»].