νοσογόνος

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

-ο θηλ. και -α
αυτός που προξενεί νόσο («νοσογόνα μικρόβια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. καπνο-γόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].