ντόμπρος

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507

Greek Monolingual

-α, -ο
1. ειλικρινής, απροσποίητος, ανυπόκριτος
2. σαφής, ευθύς, χωρίς διφορούμενα, κατηγορηματικός
3. το θηλ. ως ουσ. η ντόμπρα
παλιό μουσικό όργανο στη Ρωσία από το οποίο προήλθε η μπαλαλάικα.
επίρρ...
ντόμπρα
με ειλικρίνεια, με θάρρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σλαβ. dobr «καλός»].