ντόμπρος
From LSJ
Greek Monolingual
-α, -ο
1. ειλικρινής, απροσποίητος, ανυπόκριτος
2. σαφής, ευθύς, χωρίς διφορούμενα, κατηγορηματικός
3. το θηλ. ως ουσ. η ντόμπρα
παλιό μουσικό όργανο στη Ρωσία από το οποίο προήλθε η μπαλαλάικα.
επίρρ...
ντόμπρα
με ειλικρίνεια, με θάρρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σλαβ. dobr «καλός»].