ηιατρ. πάθηση τών οφθαλμών η οποία συνίσταται στη μείωση της οπτικής ικανότητας στο φως της ημέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nyctalopia < λατ. nyctalops < νυκτάλωψ].