μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
νοσουργός, ὁ (Α)δηλητηριώδης, ολέθριος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μουσ-ουργός].