χρυσοφαής
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
ές, Boeot. χρουσο- Corinn.Supp.1.20:—
A gold-shining, κάλπιδες l. c.; Ἅλιος E.Hec.636 (lyr.); Ἔρως Id.Hipp.1275 (lyr.); στέφανος Epigr. ap. Plu.Flam.12; also χρυσοφάη θεράπαιναν Ἀφροδίτας Sapph. 57A.