ὀλιγόμυθος

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

German (Pape)

[Seite 321] wenig redend (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλιγόμῡθος: -ον, ὁ ὀλίγους μύθους περιέχων, Εὐστ. Πονημ. 60. 22.

Greek Monolingual

ὀλιγόμυθος, -ον (ΑΜ)
αυτός που περιέχει λίγους μύθους («ἐπίνικοι, οἳ καὶ περιάγονται μάλιστα διὰ τὸ ἀνθρωπινώτεροι εἶναι καὶ ὀλιγόμυθοι», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + μύθος].