Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
-άω, ΝΑ
νεοελλ.
1. ενεργ. προξενώ περίθλαση
2. παθ. περιθλώμαι
(για κύματα) υφίσταμαι περίθλαση
αρχ.
πιέζω κάτι ολόγυρα και το σπάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θλῶ «σπάζω»].