περιστήθιο

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

το / περιστήθιος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
1. ένδυμα που φορούν οι γυναίκες εσωτερικά και περιβάλλει το στήθος τους, στηθόδεσμος, κν. σουτιέν
2. (σχετικά με ιπποσκευή) το προστερνίδιο, η μπροστινέλα
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που τοποθετείται γύρω από το στήθος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιστήθιον
ζωστήρας του στήθους στολισμένος με πολύτιμους λίθους που τον φορούσαν οι αρχιερείς τών Ιουδαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + στῆθος (πρβλ. επιστήθιος, μετα-στήθιος)].