παστεριώνω

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

και παστεριώ, -όω και παστερίζω
αποστειρώνω με τη μέθοδο του Παστέρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το όνομα του Γάλλου Pasteur + κατάλ. -ιώνω / -ίζω (πρβλ. γαλλ. pasteuriser). Η μτχ. του παστερίζω, παστερισμένος, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].