τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire
ὁμοιόχωρος, -ον (Α)αυτός που καταλαμβάνει όμοιο χώρο με έναν άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + χῶρος.