πολύηρος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ον, (ἔρα)
A rich in land, Hsch.
German (Pape)
[Seite 663] reich an Erde od. Land, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πολύηρος: -ον, (*ἔρα) «πολυάρουρος, πλούσιος», Ἡσύχ.· ἴδε Λοβεκ. Παθολ. 257.
Greek Monolingual
-ον, Α
πλούσιος σε γη, σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἔρα «γη», με έκταση λόγω συνθέσεως].