πολύκρεως

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek (Liddell-Scott)

πολύκρεως: -ων, ὁ ἐκ πολλῶν κρεῶν συνιστάμενος, εὐωχία Φίλων παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 392Β. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 183.

Greek Monolingual

-ων, Α
βλ. πολύκρεος.