Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
πολύκρεως: -ων, ὁ ἐκ πολλῶν κρεῶν συνιστάμενος, εὐωχία Φίλων παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 392Β. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 183.
-ων, Α
βλ. πολύκρεος.