πολυκέντητος

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκέντητος Medium diacritics: πολυκέντητος Low diacritics: πολυκέντητος Capitals: ΠΟΛΥΚΕΝΤΗΤΟΣ
Transliteration A: polykéntētos Transliteration B: polykentētos Transliteration C: polykentitos Beta Code: poluke/nthtos

English (LSJ)

ον,

   A gloss on πολύκεστος, Hsch., Suid., cf. EM506.49, Eust.425.24.

German (Pape)

[Seite 664] = πολύκεστος, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκέντητος: -ον, = πολύκεστος, Γρηγ. Νύσσ., τ. 2, σ. 189C, Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μέγ. 505, 49, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυκέντητος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά κεντήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κεντητός (< κεντῶ), πρβλ. νεο-κέντητος].