ὁμέψιος

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ον, (ἑψία)

   A playing together, playmate, Νύμφαισιν AP9.826, cf. Nonn.D.10.193,al.

German (Pape)

[Seite 330] zusammenspielend, Gespiele; Nonn. D. 10, 193; τινί, Plat. ep. 15 (IX, 826).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμέψιος: -ον, (ἑψία) ὁ ὁμοῦ παίζων, συμπαίκτωρ, Ἀνθ. Π. 9. 826.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de table ; p. ext. compagnon de jeux, de plaisirs.
Étymologie: ὁμός, ἑψία.

Greek Monolingual

ὁμέψιος, -ον (Α)
αυτός που παίζει μαζί με άλλον, συμπαίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -έψιος (< ἑψία «παιχνίδι»), πρβλ. φιλ-έψιος].