παράμερα

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381

Greek Monolingual

επίρρ. τοπ.
1. κατά μέρος, πιο πέρα, στην μπάντα («κι επήγε με τον φίλον του, παράμερα καθίζει», Ερωτόκρ.)
2. σε απόμερο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. παραμερέα < παρ(α)- + μσν. μερέα / μερά «μέρος, μεριά»].