πλειστόκαινος
From LSJ
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. το ουδ. ως ουσ. το πλειστόκαινο
γεωλ. η παλαιότερη και μεγαλύτερη από τις δύο εποχές που συνιστούν την τεταρτογενή περίοδο και το χρονικό διάστημα στο οποίο πραγματοποιήθηκε η διαδοχή κλιματικών κύκλων σε παγετώδεις και μεσοπαγετώδεις εποχές
2. φρ. «γεωλογία πλειστοκαίνου»
γεωλ. κλάδος της γεωλογίας που ασχολείται με την εξέλιξη της επιφάνειας της Γης κατά τη διάρκεια του πλειστοκαίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleistocene (< πλείστος + καινός)].