πανηγυριώτης
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
ο, θηλ. -ώτισσα
αυτός που μετέχει σε πανηγύρι ή σε συναφή εορτασμό, πανηγυριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανηγύρι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ραμπαγάς].