ξανάνιωμα
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
Greek Monolingual
το ξανανιώνω
1. αναζωογόνηση, ανανέωση
2. η επιστροφή τών χαρακτηριστικών της νεότητας στον γηράσκοντα οργανισμό.