ξάνησις

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337

German (Pape)

[Seite 274] ἡ, das Erstarren der Hände vom Wollekrempeln, Poll. 7, 30.

Greek (Liddell-Scott)

ξάνησις: ἡ, κόπωσις τῶν χειρῶν ἐκ τῆς ἐριουργίας, Πολυδ. Ζ΄, 30.

Greek Monolingual

ξάνησις, ἡ (Α) ξανώ
κούραση τών χεριών από την εριουργία, από το γνέσιμο.