ξάνησις
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
[Seite 274] ἡ, das Erstarren der Hände vom Wollekrempeln, Poll. 7, 30.
ξάνησις: ἡ, κόπωσις τῶν χειρῶν ἐκ τῆς ἐριουργίας, Πολυδ. Ζ΄, 30.
ξάνησις, ἡ (Α) ξανώ
κούραση τών χεριών από την εριουργία, από το γνέσιμο.