νῦν δ' ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα (Euripides' Medea 16) → but now their love is all turned to hate, and endearment withers
ο, θηλ. ξενύχτισσααυτός που μένει άγρυπνος τη νύχτα εργαζόμενος ή διασκεδάζοντας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξενύχτι + κατάλ. -ης].