ξεκληρίζω

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut

Menander, Monostichoi, 63

Greek Monolingual

και ξακληρίζω
1. εξοντώνω τη γενιά, τους απογόνους κάποιου («τους ξεκλήρισε το χτικιό»)
2. χάνω τους απογόνους μου, αφανίζομαι εξ' ολοκλήρου («αυτό το σπίτι ξεκληρίστηκε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκκληρίζω < ἔκκληρος «αυτός που δεν πήρε κληρονομιά» ή απευθείας < στερ. ξ(ε)- + κλήρος].