φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
1. δουλεύω ως υπάλληλος ή εργάτης άλλου2. εργάζομαι με ημερομίσθιο, ιδίως σε περιστασιακές εργασίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δουλεύω.