ξενοδουλεύω

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monolingual

1. δουλεύω ως υπάλληλος ή εργάτης άλλου
2. εργάζομαι με ημερομίσθιο, ιδίως σε περιστασιακές εργασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δουλεύω.