ξενοδουλεύω
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
1. δουλεύω ως υπάλληλος ή εργάτης άλλου
2. εργάζομαι με ημερομίσθιο, ιδίως σε περιστασιακές εργασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δουλεύω.