ξενοδουλεύω

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

1. δουλεύω ως υπάλληλος ή εργάτης άλλου
2. εργάζομαι με ημερομίσθιο, ιδίως σε περιστασιακές εργασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δουλεύω.