ξεροκόμματο

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source

Greek Monolingual

το
1. κομμάτι ξερού ψωμιού
2. στον πληθ. τα ξεροκόμματα
τα περισσεύματα του τραπεζιού, τα υπολείμματα του γεύματος
3. μτφ. μη ικανοποιητική αμοιβή εργασίας, χαμηλό ημερομίσθιο («δουλεύει για ένα ξεροκόμματο»).