ξεχαρβαλώνω

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

1. διαλύω με άτεχνο τρόπο αντικείμενο στα μέρη από τα οποία απαρτίζεται έτσι ώστε να μην ξαναφτειάχνεται
2. μέσ. ξεχαρβαλώνομαι
εξαρθρώνομαι λόγω παλαιότητας ή κακού χειρισμού, δυσλειτουργώ, λειτουργώ κακώς
3. μτφ. διαταράσσω τον κανονικό ρυθμό λειτουργίας μιας υπηρεσίας ή ενός οργανισμού, αποδιοργανώνωσπίτι ξεχαρβαλωμένο» — οικογένεια που ζει μισοδιαλυμένη, χωρίς τάξη και ηθικούς φραγμούς).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + χαρβαλώνω «εξαρθρώνω» (< χάρβαλον «καθετί διαλυμένο, εξαρθρωμένο»)].