η, ο ξίδι1. (για εδώδιμα) αυτός που παρασκευάζεται με ξίδι ή που έχει διατηρηθεί στο ξίδι («ελιές ξιδάτες»)2. φρ. «διάβολος ξιδάτος» — άνθρωπος πολύ πονηρός ή πολύ δύστροπος.