ξένοιαστος
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Greek Monolingual
και ξέγνοιαστος και ξέννοιαοτος, -η, -ο ξενοιάζω
απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, ήσυχος.