ξενοιάζω

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

και ξεγνοιάζω και ξεννοιάζω
1. απαλλάσσομαι από φροντίδες και μέριμνες, ησυχάζω («ξένοιασα από τα μαθήματα»)
2. τελειώνω κάποια δουλειά, ξεμπερδεύω από κάτι («ξένοιασα από τη συγγραφή της διατριβής μου»)
3. παύω να έχω ανησυχία για κάτι («όταν άκουσα ότι πέτυχε η εγχείρηση ξένοιασα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + -νοιάζω / -γνοιάζω (< νοιάζομαι, βλ. λ. νοιάζει)].