ξηροδερμία

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source

Greek Monolingual

η
1. ιατρ. α) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ξηρό δέρμα το οποίο καλύπτεται από απολέπιση με μορφή σκόνης, αποτελεί εκτρωτική μορφή ιχθύασης και παρατηρείται κυρίως στην αποβιταμίνωση Α
2. φρ. «μελαγχρωματική ξηροδερμία»
ιατρ. σπάνια πάθηση του δέρματος που κληρονομείται και χαρακτηρίζεται από έλλειψη αντίστασης στις υπεριώδεις ακτίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xeroderma < ξηρός + δέρμα].