ξυλοπρατικός

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

ξυλοπρατικός, -ή, -όν (Μ)
σχετικός με την πώληση ή τον πωλητή ξύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πρατικός (< πιπρά-σκω «πουλώ»), πρβλ. μετα-πρατικός].