ξυλεργάτης
From LSJ
Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist
Greek Monolingual
ξυλεργάτης, ὁ (Μ)
εργάτης που κατεργάζεται το ξύλο, ξυλουργός.
Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist
ξυλεργάτης, ὁ (Μ)
εργάτης που κατεργάζεται το ξύλο, ξυλουργός.