εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
-ή, -ό ξυπνώ1. άγρυπνος, ξύπνιος, αυτός που δεν κοιμάται2. μτφ. έξυπνος.