ξυπνητός

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό ξυπνώ
1. άγρυπνος, ξύπνιος, αυτός που δεν κοιμάται
2. μτφ. έξυπνος.