τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
ηεκρηκτική ύλη που χρησιμοποιείται αντί της δυναμίτιδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + πυρίτιδα. Η λ., στον λόγιο τ. ξυλοπυρῖτις, μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάννη Πύρλα].