ξυλοπυρίτιδα

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

Greek Monolingual

η
εκρηκτική ύλη που χρησιμοποιείται αντί της δυναμίτιδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + πυρίτιδα. Η λ., στον λόγιο τ. ξυλοπυρῖτις, μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάννη Πύρλα].