ξυστήρας

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

ο (Α ξυστήρ, -ῆρος)
εργαλείο που χρησιμοποιείται για ξύσιμο, ρίνη, λίμα, ή για το ξύσιμο τών μολυβιών, ξύστρα
αρχ.
1. είδος χειρουργικού μαχαιριού
2. στιλβωτικό εργαλείο
3. εργαλείο της γλυπτικής, σμίλη, γλύφανο
4. μέρος του εξωτερικού αφτιού
5. είδος κολλυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ- του ξύω (πρβλ. αόρ. -ξυσ-α) + επίθημα -τήρ (πρβλ. κλωστήρ)].