και ξουραφίζω (Μ ξυραφίζω) ξυράφιξυρίζωνεοελλ.(η μτχ. παθ. παρακμ.) ξυραφισμένος, -η, -ο- (συνεκδ. για υφάσματα από μαλλί) αυτός που κατά την κατεργασία του αφαιρέθηκε, του αποξέστηκε το χνούδι, αχνούδωτος, λείος.