οδοστρωτήρας
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Greek Monolingual
ο
1. αυτοκινούμενο συνήθως μηχάνημα με ογκώδεις κυλίνδρους στη θέση τών τροχών ή με σειρές ελαστικών τροχών, το οποίο χρησιμοποιείται για την κυλίνδρωση εδαφών, ιδίως κατά την εκτέλεση έργων οδοποιίας
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που ισοπεδώνει τα πάντα χωρίς διάκριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οδοστρώνω + επίθημα -τήρας (πρβλ. κινη-τήρας). Η λ., στον λόγιο τ. όδοστρωτήρ, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].