οδοντόλιθος
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
ο
1. στρώμα λιθώδους ιζήματος που σχηματίζεται γύρω από τα δόντια
2. απολιθωμένο οστό ή δόντι ή κόκαλο που αποτελείται από φωσφορικό απατίτη, έχει κυανό χρώμα και μοιάζει πολύ με το τυρκουάζ, αλλ. οστεοτυρκουάζ ή απολιθωμένο τυρκουάζ.