ογκόμματος
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
Greek Monolingual
ὀγκόμματος, -ον (Μ)
αυτός που έχει μεγάλα και εξογκωμένα μάτια που προεξέχουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + -όμματος (< ὄμμα, -ατος «μάτι»].