ογκόμματος

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

ὀγκόμματος, -ον (Μ)
αυτός που έχει μεγάλα και εξογκωμένα μάτια που προεξέχουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + -όμματος (< ὄμμα, -ατος «μάτι»].