οἰκτιρμοσύνη
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
ἡ, = foreg., Tz.H.8 No.173 tit.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτιρμοσύνη: ἡ, = τῷ προηγ., Τζέτζ. Ἱστ. 8. 173.
Greek Monolingual
οἰκτιρμοσύνη, ἡ (Μ) οικτίρμων
οικτιρμός.