οικτίρμων

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

-ον (ΑΜ οἰκτίρμων, -ον)
ελεήμων, φιλεύσπλαγχνος («ὁ κύριος ὁ Θεὸς οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων», ΠΔ).
επίρρ...
οικτιρμόνως (Μ οἰκτιρμόνως)
με οικτίρμονα τρόπο, ευσπλαγχνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτίρω + επίθημα -μων (πρβλ. ιχνεύμων)].