δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth
οἰστροφόρητος, -ον (Μ)αυτός που έχει καταληφθεί από οίστρο, μανιώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -φορητός, μέσω ενός αμάρτυρου οἰστροφορῶ (πρβλ. θεοφόρητος, μοιρο-φόρητος)].