οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
και οχτάχρονος, -η, -ο (Α ὀκτάχρονος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει ηλικία οκτώ ετών
αρχ.
αυτός που σύγκειται από οκτώ χρόνους, από οκτώ χρονικές μονάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + χρόνος.