ὀλεσίμβροτος

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλεσίμβροτος Medium diacritics: ὀλεσίμβροτος Low diacritics: ολεσίμβροτος Capitals: ΟΛΕΣΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: olesímbrotos Transliteration B: olesimbrotos Transliteration C: olesimvrotos Beta Code: o)lesi/mbrotos

English (LSJ)

ον,

   A man-destroying, Orph.L. 450.

German (Pape)

[Seite 319] Menschen verderbend, tödtend, Orph. Lith. 444.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλεσίμβροτος: -ον, ὁ καταστρέφων τοὺς βροτούς, Ὀρφ. Λιθ. 444.

Greek Monolingual

ὀλεσίμβροτος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους θνητούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι- του ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. λησί-μβροτος].