οἰνοπόρος

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοπόρος Medium diacritics: οἰνοπόρος Low diacritics: οινοπόρος Capitals: ΟΙΝΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: oinopóros Transliteration B: oinoporos Transliteration C: oinoporos Beta Code: oi)nopo/ros

English (LSJ)

ον,

   A flowing with wine, ποταμός Nonn.D.40.238.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοπόρος: -ον, ὁ παρέχων οἶνον, ξανθὸν ὕδωρ πίνοντες ἀπ’ οἰνοπόρου ποταμοῖο Νόνν. Δ. 40. 238.

Greek Monolingual

οἰνοπόρος, -ον (Α)
αυτός στον οποίο ρέει κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πόρος (< πόρος), πρβλ. οδοι-πόρος.