οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
ὀλβήεις, -εσσα, (Α)(ποιητ. τ.) όλβιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. μοχθ-ήεις)].