Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
ὀλβήεις, -εσσα, (Α)(ποιητ. τ.) όλβιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. μοχθήεις)].