ολβήεις

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Greek Monolingual

ὀλβήεις, -εσσα, (Α)
(ποιητ. τ.) όλβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. μοχθήεις)].